- δίμνεως
- –ωνβλ. διμναίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίμνεως — δίμνεω̆ς , διμναῖος worth adverbial δίμνεω̆ς , διμναῖος worth masc/fem nom pl δίμνεω̆ς , διμναῖος worth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμναίος — διμναῑος, α, ον και δίμνεως, ων και δίμνως, ων (Α) αυτός που αξίζει δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι * + ιων. πληθ. μνέαι] … Dictionary of Greek